ἡμιμανής

ἡμιμάραντος

ἡμιμάσητος
ἡμι·μάραντος, ος, ον [ῐμᾰ] à moitié flétri, Luc. Tox. 13 ; Alciphr. 3, 62.
Étym. ἡμι-, μαραίνω.