ἡμίμνεον-ουν

ἡμιμοιραῖος

ἡμιμοίριον
ἡμι·μοιραῖος, ou ἡμι·μοιριαῖος, α, ον, d’un demi-degré, Cléom. 2, 2.
Étym. ἡμιμοίριον.