ἡμιμοιραῖος

ἡμιμοίριον

ἡμιμόχθηρος
ἡμι·μοίριον, ου (τὸ) [μῐ]
1 demi-drachme, Hpc. 876b ||
2 demi-degré, c. à d. trente minutes, Ptol. 1, p. 26, 33, etc.
Étym. ἡμι-, μοῖρα.