ὡρονομεύω

ὡρονομέω-ῶ

ὡρονόμος
ὡρονομέω-ῶ :
1 tirer l’horoscope de qqn, Man. 1, 58, 339 ||
2 ὡ. γένεσίν τινος, Anth. 11, 383, présider à la naissance de qqn.
Étym. ὡρονόμος.