ὡρονομέω-ῶ

ὡρονόμος

ὦρος
ὡρο·νόμος, ος, ον, qui règle ou indique les heures, Man. 1, 30, 262 ; 3, 120, etc. ; subst. ὁ ὡρονόμος, Anth. 14, 6, horloge.
Étym. ὥρα, νέμω.