ἰάτος

ἰατραλείπτης

ἰατραλειπτική
ἰατρ·αλείπτης, ου () [ῑᾱᾰ] médecin qui traite par des frictions ou des onctions, Plin. min. Ep. 10, 4.
Étym. ἰατρός, ἀλείφω.