ἰατραλείπτης

ἰατραλειπτική

ἰατρεία
ἰατραλειπτική, ῆς () [ῑᾱᾰ] s. e. τέχνη, traitement par des frictions ou des onctions, Plin. H.N. 29, 3.
Étym. v. le préc.