ἰατρολογία

ἰατρομαθηματικός

ἰατρόμαντις
ἰατρο·μαθηματικός, ή, όν [ῑᾱᾰᾰῐ] formé d’un mélange de médecine et d’astrologie, Ptol. Tetr. 16 ; οἱ ἰατρ. médecins qui recourent à l’astrologie, Procl. Ptol. 7, 24.
Étym. ἰατρός, μαθηματικός.