ἰατρομαθηματικός

ἰατρόμαντις

ἰατρονίκας
ἰατρό·μαντις, εως () [ῑᾱ] médecin infaillible, Eschl. Suppl. 263 ; fig. Eschl. Ag. 1628.
Étym. ἰ. μάντις.