ἰατρόμαντις

ἰατρονίκας

ἰατρός
ἰατρο·νίκας () [ῑᾱῑᾱ] vainqueur (c. à d. roi) des médecins, Inscr. (Plin. H.N. 29, 5).
Étym. ἰ. νικάω.