ἰχθυοτρόφος

ἰχθυοφαγέω-ῶ

ἰχθυοφάγος
ἰχθυοφαγέω-ῶ [] manger du poisson, Arstt. H.A. 9, 14, 4.
Étym. ἰχθυοφάγος.