ἰχθυοτροφικός

ἰχθυοτρόφος

ἰχθυοφαγέω-ῶ
ἰχθυο·τρόφος, ος, ον, qui nourrit des poissons, abondant en poissons, Plut. Luc. 39.
Étym. ἰ. τρέφω.