ἰχθυοπώλιον

ἰχθυόπωλις

ἰχθυόρροος-ους
ἰχθυό·πωλις, ιδος, adj. f. ; subst. () s. e. ἀγορά, Plut. M. 849d, marché au poisson.
Étym. ἰχθυοπώλης.