ἰχθυόπωλις

ἰχθυόρροος-ους

ἰχθυοτροφεῖον
ἰχθυό·ρροος-ους, οος-ους, οον-ουν, au cours abondant en poissons, Timocl. fr. 16.
Étym. ἰ. ῥέω.