ἰχθυόρροος-ους

ἰχθυοτροφεῖον

ἰχθυοτροφικός
ἰχθυοτροφεῖον, ου (τὸ) vivier, Moschion hist. (Ath. 208a).
Étym. ἰχθυοτρόφος.