ἰδιοϐουλεύω

ἰδιοϐουλέω-ῶ

ἰδιογάμια
ἰδιο·ϐουλέω-ῶ [ῐδ] prendre conseil seulement de soi, DC. 43, 27.
Étym. ἴδιος, βουλή.