ἰδιοϐουλέω-ῶ

ἰδιογάμια

ἰδιογενής
ἰδιο·γάμια, ων (τὰ) [ῐδγᾰ] mariages séparés, p. opp. à κοινογάμια, Naz. Or. 25, t. 1, p. 1208b.
Étym. ἴδ. γάμος.