ἰδιογονία

ἰδιόγραφος

ἰδιοθανέω-ῶ
ἰδιό·γραφος, ος, ον [ῐδᾰ] écrit de la main même de qqn, autographe, A. Gell. 9, 14.
Étym. ἴδ. γράφω.