ἰδιόγραφος

ἰδιοθανέω-ῶ

ἰδιοθηρευτικός
ἰδιο·θανέω-ῶ [ῐδᾰ] mourir d’une mort particulière, Procl. Ptol. p. 277.
Étym. ἴδ. θνῄσκω.