ἰδιολογέομαι-οῦμαι

ἰδιολογία

ἰδιόλογος
ἰδιολογία, ας () [ῐδ]
1 entretien particulier, Charit. 4, 6 ||
2 recherche ou discussion particulière, Epic. (DL. 10, 86).
Étym. ἰδιόλογος.