ἰδιόκτητος

ἰδιολογέομαι-οῦμαι

ἰδιολογία
ἰδιολογέομαι-οῦμαι [ῐδ] avoir un entretien particulier avec, dat. Plat. Theag. 121a ; Phil. 1, 197.
Étym. ἰδιολόγος.