ἰδιότυπος

ἰδιοφεγγής

ἰδιοφυής
ἰδιο·φεγγής, ής, ές [ῐδ] qui brille d’une lumière propre, Ant. (Stob. Ecl. 1, 556).
Étym. ἴδ. φέγγος.