ἰδιοφεγγής

ἰδιοφυής

ἰδιόφυτον
ἰδιο·φυής, ής, ές [ῐδ] d’une nature particulière, DS. 5, 30 ; Archél. (DL. 2, 17).
Étym. ἴδ. φύω.