ἰδιοφυής

ἰδιόφυτον

ἰδιόχροος
ἰδιό·φυτον, ου (τὸ) [ῐδῠ] autre n. de la plante λεοντοπόδιον, Diosc. Noth. 4, 131.
Étym. ἴδ. φύω.