ἰδιοπραγία

ἰδιοπράγμων

ἰδιοπροσωπέω-ῶ
ἰδιο·πράγμων, ων, ον, gén. ονος [ῐδ] qui ne s’occupe que de ses propres affaires, DL. 9, 112 ; Procl. Ptol. p. 226.
Étym. ἴδ. πρᾶγμα.