ἰδιοπράγμων

ἰδιοπροσωπέω-ῶ

ἰδιοπροσωπία
ἰδιοπροσωπέω-ῶ [ῐδ] avoir un aspect particulier, Procl. Ptol. p. 74.
Étym. ἰδιοπρόσωπος.