ἰδιοσύγκρασις

ἰδιοσυγκρισία

ἰδιοσύγκρισις
ἰδιοσυγκρισία, ίας () [ῐδῐσ] constitution propre, Orib. p. 105 Matthäi ; Sext. P. 1, 79.
Étym. ἰδιοσύγκριτος.