ἰδιοσυγκρισία

ἰδιοσύγκρισις

ἰδιοσύγκριτος
ἰδιο·σύγκρισις, εως () [ῐδῐσ] c. le préc. Diosc. Pharm. præf.
Étym. ἴδ. σύγκρισις.