ἰσχαδοκάρυον

ἰσχαδοπώλης

ἰσχαδόπωλις
ἰσχαδο·πώλης, ου () [] marchand de figues sèches, Phérécr. (Poll. 7, 198); Nicoph. (Ath. 126e).
Étym. ἰσχάς, πωλέω.