ἴσχαιμος

ἰσχαλέος

ἰσχανάω-ῶ
ἰσχαλέος, α, ον [ᾰλ]
1 desséché, sec, Od. 19, 233 ||
2 mince, faible, Man. 6, 434.
Étym. cf. ἰσχνός.