Ἰσόδημος

ἰσοδίαιτος

ἰσοδιάστατος
ἰσο·δίαιτος, ος, ον [Ῡσ] qui a le même genre de vie : πρός τινα, Thc. 1, 6 ; τινι, Luc. Bis acc. 23, que qqn.
Étym. ἴ. δίαιτα.