ἰσοκιννάμωμον

ἰσοκληρονόμος

ἰσόκληρος
ἰσο·κληρονόμος, ου (ὁ, ἡ) qui hérite d’une part égale, Rhét. 4, 169 W.
Étym. ἴ. κληρονόμος.