ἰσόπλατος

ἰσοπλάτων

ἰσόπλευρος
ἰσο·πλάτων, ωνος [Ῡᾰ] adj. m. égal à Platon, second Platon, Anth. 11, 354.
Étym. ἴ. Πλάτων.