ἰσοπληθῶς

ἰσοπολιτεία

ἰσοπολίτης
ἰσο·πολιτεία, ας () [Ῡῑτ]
1 égalité de droits civils, Arstt. fr. 537 ||
2 réciprocité de droits entre deux États contractants, Pol. 16, 26, 9.
Étym. ἴ. πολιτεία.