ἰσοσταθμής

ἰσόσταθμος

ἰσοστάσιος
ἰσό·σταθμος, ος, ον [] d’un poids égal ; p. ext. égal, Diosc. 1, 54 ; App. 1, 97 Schweigh.
Étym. ἴ. σταθμός.