ἰσοσυλλαϐία

ἰσοσύλλαϐος

ἰσοσυλλάϐως
ἰσο·σύλλαϐος, ος, ον [Ῡᾰ] qui a un même nombre de syllabes, Plut. M. 739a.
Étym. ἴ. συλλαϐή.