ἰσοσυλλαϐέω-ῶ

ἰσοσυλλαϐία

ἰσοσύλλαϐος
ἰσοσυλλαϐία, ας () [Ῡλᾰ] nombre égal de syllabes, Dysc. Adv. 585 Bkk.
Étym. ἰσοσύλλαϐος.