ἰσότης

ἰσοτιμία

Ἰσοτιμίδης
ἰσοτιμία, ας () [Ῡτῑ] égalité d’honneurs, de considération, de condition, Str. 8, 5, 4 Kram. ; Luc. D. mort. 25, 2, etc. ; Phil. 2, 86.
Étym. ἰσότιμος.