ἰσημερινός
ἰσημέριοςἰσημερινός, ή, όν
[Ῡσ] équinoxial, Arstt. Meteor. 2, 6, 3, etc. ;
Th. C.P.
4, 11, 4 ; Str.
71 ; ὁ ἰσημερινὸς
κύκλος, Plut. M. 429f, ou simpl. ὁ ἰσ. Str. 1, 21, Kram. l’équateur ; οἱ
ἰσημερινοὶ χρόνοι, Ptol.
Geogr. p. 15, 9
Halm. les degrés de l’équateur.
Étym.
ἰσημερία.