ἰσημερινός

ἰσημέριος

ἴσημι
*ἰσ·ημέριος, dor. ἰσ·αμέριος, ος, ον [Ῡᾱ] qui dure autant de jours, aussi longtemps, Soph. fr. 692.
Étym. ἴ. ἡμέρα.