ἰταμότης

ἰταμῶς

Ἴτανος
ἰταμῶς [ῐᾰ] adv. avec hardiesse ou effronterie, Plut. M. 93f ||
Cp. -ώτερον, Plat. Leg. 773b; Dém. 414, 1.
Étym. ἰταμός.