ἰταμός

ἰταμότης

ἰταμῶς
ἰταμότης, ητος () [ῐᾰ] hardiesse, effronterie, impudence, Plat. Pol. 311a; Pol. 12, 10, 4 ; Plut. M. 715d.
Étym. ἰταμός.