ἰθυκέλευθος

ἰθυκρήδεμνος

ἰθυκυφής
ἰθυ·κρήδεμνος, ος, ον [] propr. aux bandelettes droites, Pamphos (Paus. 7, 21, 9).
Étym. ἰ. κρήδεμνον.