ἰθύθριξ

ἰθυκέλευθος

ἰθυκρήδεμνος
ἰθυ·κέλευθος, ος, ον [ῑῠ] qui suit le droit chemin, Nonn. D. 15, 364.
Étym. ἰ. κέλευθος.