ἰθυκυφής

ἰθύλορδος

ἰθυμαχία
ἰθύ·λορδος, η, ον [ῑῠ] qui est d’abord droit, puis concave, Hpc. 810, 842, etc. (v. ἰθυκυφής).
Étym. ἰ. λορδός.