ἰθύλορδος

ἰθυμαχία

ἰθυμάχος
*ἰθυ·μαχία, ion. ἰθυμαχίη, ης () [ῑῠᾰ] combat en rase campagne, Hdt. 4, 102, 120.
Étym. ἰθυμάχος.