ἰθύς

ἰθυσκόλιος

ἰθυτένεια
ἰθυ·σκόλιος, ος, ον [ῐθ] droit (en hauteur, mais de surface) oblique (v. ἰθυκυφής) Hpc. Art. 810 ||
E Fém. -ία, Gal. 2, p. 288, 11.
Étym. ἰ. σκολιός.