καχυπόνοος-ους

καχύποπτος

καχυποτοπέομαι-οῦμαι
καχ·ύποπτος, ος, ον, soupçonneux, défiant, Ar. (Poll. 2, 57) ; Plat. Rsp. 409c ; Arstt. Rhet. 2, 13.
Étym. κακός, ὕποπτος.