καχύποπτος

καχυποτοπέομαι-οῦμαι

καχυπότοπος
καχυποτοπέομαι-οῦμαι, avoir des soupçons malveillants ou injustes, Ar. Ran. 958 (vulg., corr. καχ’ ὑποτοπεῖσθαι).
Étym. καχυπότοπος.