καχυποτοπέομαι-οῦμαι

καχυπότοπος

καψάκης
καχ·υπότοπος, ος, ον, qui a des soupçons malveillants ou injustes, Plat. Phædr. 240e.
Étym. κακός, ὑποτοπέω.